Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐποπτόρεκτος
ἔποπτος
ἐποργιάζω
ἐποργίζομαι
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπορθρεύω
ἐπορθρισμός
ἐπορίνω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐποροφόω
ἐπόρυξις
ἐπορύττω
ἐπορχέομαι
ἔπος
ἐποστρακίζω
ἐπόσχιον
ἐποτοτύζω
ἐποτρύνω
View word page
ἐπόρνυμι
to stir up, arouse, excite

ShortDef

to stir up, arouse, excite

Debugging

Headword:
ἐπόρνυμι
Headword (normalized):
ἐπόρνυμι
Headword (normalized/stripped):
επορνυμι
IDX:
35428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35429
Key:

Data

{'content': 'to stir up, arouse, excite'}