Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποπτόρεκτος
ἔποπτος
ἐποργιάζω
ἐποργίζομαι
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπορθρεύω
ἐπορθρισμός
ἐπορίνω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐποροφόω
ἐπόρυξις
ἐπορύττω
ἐπορχέομαι
ἔπος
ἐποστρακίζω
ἐπόσχιον
View word page
ἐπορθρισμός
rising early
ShortDef
rising early
Debugging
Headword:
ἐπορθρισμός
Headword (normalized):
ἐπορθρισμός
Headword (normalized/stripped):
επορθρισμος
IDX:
35426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35427
Key:
Data
{'content': 'rising early'}