Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποπτόρεκτος
ἔποπτος
ἐποργιάζω
ἐποργίζομαι
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπορθρεύω
ἐπορθρισμός
ἐπορίνω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐποροφόω
ἐπόρυξις
ἐπορύττω
ἐπορχέομαι
ἔπος
ἐποστρακίζω
View word page
ἐπορθρεύω
rise early

ShortDef

rise early

Debugging

Headword:
ἐπορθρεύω
Headword (normalized):
ἐπορθρεύω
Headword (normalized/stripped):
επορθρευω
IDX:
35425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35426
Key:

Data

{'content': 'rise early'}