Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐποπτεία
ἐποπτεύω
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποπτόρεκτος
ἔποπτος
ἐποργιάζω
ἐποργίζομαι
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπορθρεύω
ἐπορθρισμός
ἐπορίνω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐποροφόω
ἐπόρυξις
ἐπορύττω
ἐπορχέομαι
View word page
ἐπορθιάζω
to set upright

ShortDef

to set upright

Debugging

Headword:
ἐπορθιάζω
Headword (normalized):
ἐπορθιάζω
Headword (normalized/stripped):
επορθιαζω
IDX:
35423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35424
Key:

Data

{'content': 'to set upright'}