Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐποπτάω
ἐποπτεία
ἐποπτεύω
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποπτόρεκτος
ἔποπτος
ἐποργιάζω
ἐποργίζομαι
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπορθρεύω
ἐπορθρισμός
ἐπορίνω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐποροφόω
ἐπόρυξις
ἐπορύττω
View word page
ἐπορέγω
to hold out to, give yet more
ShortDef
to hold out to, give yet more
Debugging
Headword:
ἐπορέγω
Headword (normalized):
ἐπορέγω
Headword (normalized/stripped):
επορεγω
IDX:
35422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35423
Key:
Data
{'content': 'to hold out to, give yet more'}