Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐποποιός
ἐπόπτας
ἐποπτάω
ἐποπτεία
ἐποπτεύω
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποπτόρεκτος
ἔποπτος
ἐποργιάζω
ἐποργίζομαι
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπορθρεύω
ἐπορθρισμός
ἐπορίνω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐποροφόω
View word page
ἐποργιάζω
revel in
ShortDef
revel in
Debugging
Headword:
ἐποργιάζω
Headword (normalized):
ἐποργιάζω
Headword (normalized/stripped):
εποργιαζω
IDX:
35420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35421
Key:
Data
{'content': 'revel in'}