Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλέξιον
ἀλεξιφάρμακον
ἀλεξιφάρμακος
ἀλεξίχορος
ἀλέξω
ἀλέομαι
Ἄλεος
ἁλεότης
ἀλεπίδωτος
ἀλέπιστος
ἄλεσις
ἄλεσμα
ἀλεσμός
ἀλεστέον
ἄλεστρον
ἀλέτης
ἀλετικός
ἀλετός
ἀλετρεύω
View word page
ἀλεπίδωτος
without scales
ShortDef
without scales
Debugging
Headword:
ἀλεπίδωτος
Headword (normalized):
ἀλεπίδωτος
Headword (normalized/stripped):
αλεπιδωτος
IDX:
3541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3542
Key:
Data
{'content': 'without scales'}