Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐποποῖ
ἐποποιία
ἐποποιικός
ἐποποιός
ἐπόπτας
ἐποπτάω
ἐποπτεία
ἐποπτεύω
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποπτόρεκτος
ἔποπτος
ἐποργιάζω
ἐποργίζομαι
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπορθρεύω
ἐπορθρισμός
ἐπορίνω
View word page
ἐποπτικός
of or for an ἐπόπτης, someone initiated

ShortDef

of or for an ἐπόπτης, someone initiated

Debugging

Headword:
ἐποπτικός
Headword (normalized):
ἐποπτικός
Headword (normalized/stripped):
εποπτικος
IDX:
35417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35418
Key:

Data

{'content': 'of or for an ἐπόπτης, someone initiated'}