Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπόπισθεν
ἐποποῖ
ἐποποιία
ἐποποιικός
ἐποποιός
ἐπόπτας
ἐποπτάω
ἐποπτεία
ἐποπτεύω
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποπτόρεκτος
ἔποπτος
ἐποργιάζω
ἐποργίζομαι
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
ἐπορθρεύω
ἐπορθρισμός
View word page
ἐπόπτης
an overseer, watcher

ShortDef

an overseer, watcher

Debugging

Headword:
ἐπόπτης
Headword (normalized):
ἐπόπτης
Headword (normalized/stripped):
εποπτης
IDX:
35416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35417
Key:

Data

{'content': 'an overseer, watcher'}