Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐποπάζω
ἐποπίζομαι
ἐπόπισθεν
ἐποποῖ
ἐποποιία
ἐποποιικός
ἐποποιός
ἐπόπτας
ἐποπτάω
ἐποπτεία
ἐποπτεύω
ἐποπτήρ
ἐπόπτης
ἐποπτικός
ἐποπτόρεκτος
ἔποπτος
ἐποργιάζω
ἐποργίζομαι
ἐπορέγω
ἐπορθιάζω
ἐπορθοβοάω
View word page
ἐποπτεύω
to look over, overlook, watch

ShortDef

to look over, overlook, watch

Debugging

Headword:
ἐποπτεύω
Headword (normalized):
ἐποπτεύω
Headword (normalized/stripped):
εποπτευω
IDX:
35414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35415
Key:

Data

{'content': 'to look over, overlook, watch'}