Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑπομένως
ἐπόμμασις
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐπονειδίζω
ἐπονείδιστος
ἐπόνησις
ἐπονομάζω
ἐπονομαστέον
ἐποξίζω
ἐποξύνω
ἔποξυς
ἐποπάζω
ἐποπίζομαι
ἐπόπισθεν
ἐποποῖ
ἐποποιία
ἐποποιικός
ἐποποιός
ἐπόπτας
ἐποπτάω
View word page
ἐποξύνω
hasten
ShortDef
hasten
Debugging
Headword:
ἐποξύνω
Headword (normalized):
ἐποξύνω
Headword (normalized/stripped):
εποξυνω
IDX:
35402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35403
Key:
Data
{'content': 'hasten'}