Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπομβρέω
ἐπόμβρησις
ἐπομβρία
ἐπομβρίζω
ἔπομβρος
ἑπομένως
ἐπόμμασις
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐπονειδίζω
ἐπονείδιστος
ἐπόνησις
ἐπονομάζω
ἐπονομαστέον
ἐποξίζω
ἐποξύνω
ἔποξυς
ἐποπάζω
ἐποπίζομαι
ἐπόπισθεν
ἐποποῖ
View word page
ἐπονείδιστος
to be reproached, shameful, ignominious
ShortDef
to be reproached, shameful, ignominious
Debugging
Headword:
ἐπονείδιστος
Headword (normalized):
ἐπονείδιστος
Headword (normalized/stripped):
επονειδιστος
IDX:
35397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35398
Key:
Data
{'content': 'to be reproached, shameful, ignominious'}