Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐποκταμερής
ἐποκτωκαιδέκατος
ἐπολβίζω
ἔπολβος
ἐπολισθάνω
ἐπολολύζω
ἐπολοφύρομαι
ἕπομαι
ἐπομβρέω
ἐπόμβρησις
ἐπομβρία
ἐπομβρίζω
ἔπομβρος
ἑπομένως
ἐπόμμασις
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐπονειδίζω
ἐπονείδιστος
ἐπόνησις
ἐπονομάζω
View word page
ἐπομβρία
heavy rain, abundance of wet, wet weather
ShortDef
heavy rain, abundance of wet, wet weather
Debugging
Headword:
ἐπομβρία
Headword (normalized):
ἐπομβρία
Headword (normalized/stripped):
επομβρια
IDX:
35389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35390
Key:
Data
{'content': 'heavy rain, abundance of wet, wet weather'}