Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποίνιος
ἐποιστέον
ἐποιστικός
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποιωνίζομαι
ἐποκέλλω
ἐποκλάζω
ἐποκριάω
ἐποκριόεις
ἐποκταμερής
ἐποκτωκαιδέκατος
ἐπολβίζω
ἔπολβος
ἐπολισθάνω
ἐπολολύζω
ἐπολοφύρομαι
View word page
ἐποκέλλω
to run ashore, run aground
ShortDef
to run ashore, run aground
Debugging
Headword:
ἐποκέλλω
Headword (normalized):
ἐποκέλλω
Headword (normalized/stripped):
εποκελλω
IDX:
35375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35376
Key:
Data
{'content': 'to run ashore, run aground'}