Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐποικονομία
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποίνιος
ἐποιστέον
ἐποιστικός
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποιωνίζομαι
ἐποκέλλω
ἐποκλάζω
ἐποκριάω
ἐποκριόεις
ἐποκταμερής
ἐποκτωκαιδέκατος
ἐπολβίζω
ἔπολβος
View word page
ἐποιχνέω
practice, visit

ShortDef

practice, visit

Debugging

Headword:
ἐποιχνέω
Headword (normalized):
ἐποιχνέω
Headword (normalized/stripped):
εποιχνεω
IDX:
35372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35373
Key:

Data

{'content': 'practice, visit'}