Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐποικονομητέον
ἐποικονομία
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποίνιος
ἐποιστέον
ἐποιστικός
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποιωνίζομαι
ἐποκέλλω
ἐποκλάζω
ἐποκριάω
ἐποκριόεις
ἐποκταμερής
ἐποκτωκαιδέκατος
ἐπολβίζω
View word page
ἐποιστικός
capable of conferring

ShortDef

capable of conferring

Debugging

Headword:
ἐποιστικός
Headword (normalized):
ἐποιστικός
Headword (normalized/stripped):
εποιστικος
IDX:
35371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35372
Key:

Data

{'content': 'capable of conferring'}