Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐποικοδομή
ἐποικοδόμησις
ἐποικονομέομαι
ἐποικονομητέον
ἐποικονομία
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποίνιος
ἐποιστέον
ἐποιστικός
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποιωνίζομαι
ἐποκέλλω
ἐποκλάζω
ἐποκριάω
ἐποκριόεις
View word page
ἐποιμώζω
to lament over
ShortDef
to lament over
Debugging
Headword:
ἐποιμώζω
Headword (normalized):
ἐποιμώζω
Headword (normalized/stripped):
εποιμωζω
IDX:
35368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35369
Key:
Data
{'content': 'to lament over'}