Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐποικισμός
ἐποικοδομέω
ἐποικοδομή
ἐποικοδόμησις
ἐποικονομέομαι
ἐποικονομητέον
ἐποικονομία
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποίνιος
ἐποιστέον
ἐποιστικός
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποιωνίζομαι
ἐποκέλλω
ἐποκλάζω
View word page
ἐποίκτιστος
pitiable, piteous

ShortDef

pitiable, piteous

Debugging

Headword:
ἐποίκτιστος
Headword (normalized):
ἐποίκτιστος
Headword (normalized/stripped):
εποικτιστος
IDX:
35366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35367
Key:

Data

{'content': 'pitiable, piteous'}