Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐποίκισις
ἐποικισμός
ἐποικοδομέω
ἐποικοδομή
ἐποικοδόμησις
ἐποικονομέομαι
ἐποικονομητέον
ἐποικονομία
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποίνιος
ἐποιστέον
ἐποιστικός
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
ἐποιωνίζομαι
ἐποκέλλω
View word page
ἐποικτίζω
to compassionate
ShortDef
to compassionate
Debugging
Headword:
ἐποικτίζω
Headword (normalized):
ἐποικτίζω
Headword (normalized/stripped):
εποικτιζω
IDX:
35365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35366
Key:
Data
{'content': 'to compassionate'}