Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐποικίζω
ἐποίκιον
ἐποίκισις
ἐποικισμός
ἐποικοδομέω
ἐποικοδομή
ἐποικοδόμησις
ἐποικονομέομαι
ἐποικονομητέον
ἐποικονομία
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποίνιος
ἐποιστέον
ἐποιστικός
ἐποιχνέω
ἐποίχομαι
View word page
ἔποικος
one who has settled among strangers, a settler, alien

ShortDef

one who has settled among strangers, a settler, alien

Debugging

Headword:
ἔποικος
Headword (normalized):
ἔποικος
Headword (normalized/stripped):
εποικος
IDX:
35363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35364
Key:

Data

{'content': 'one who has settled among strangers, a settler, alien'}