Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐποικίδιος
ἐποικίζω
ἐποίκιον
ἐποίκισις
ἐποικισμός
ἐποικοδομέω
ἐποικοδομή
ἐποικοδόμησις
ἐποικονομέομαι
ἐποικονομητέον
ἐποικονομία
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποίνιος
ἐποιστέον
ἐποιστικός
ἐποιχνέω
View word page
ἐποικονομία
apporlionment
ShortDef
apporlionment
Debugging
Headword:
ἐποικονομία
Headword (normalized):
ἐποικονομία
Headword (normalized/stripped):
εποικονομια
IDX:
35362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35363
Key:
Data
{'content': 'apporlionment'}