Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐποικέω
ἐποικίδιος
ἐποικίζω
ἐποίκιον
ἐποίκισις
ἐποικισμός
ἐποικοδομέω
ἐποικοδομή
ἐποικοδόμησις
ἐποικονομέομαι
ἐποικονομητέον
ἐποικονομία
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποίνιος
ἐποιστέον
ἐποιστικός
View word page
ἐποικονομητέον
one must treat

ShortDef

one must treat

Debugging

Headword:
ἐποικονομητέον
Headword (normalized):
ἐποικονομητέον
Headword (normalized/stripped):
εποικονομητεον
IDX:
35361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35362
Key:

Data

{'content': 'one must treat'}