Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐποίζω
ἐποικέω
ἐποικίδιος
ἐποικίζω
ἐποίκιον
ἐποίκισις
ἐποικισμός
ἐποικοδομέω
ἐποικοδομή
ἐποικοδόμησις
ἐποικονομέομαι
ἐποικονομητέον
ἐποικονομία
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
ἐποιμώζω
ἐποίνιος
ἐποιστέον
View word page
ἐποικονομέομαι
to be administered

ShortDef

to be administered

Debugging

Headword:
ἐποικονομέομαι
Headword (normalized):
ἐποικονομέομαι
Headword (normalized/stripped):
εποικονομεομαι
IDX:
35360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35361
Key:

Data

{'content': 'to be administered'}