Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐποιδαίνω
ἐποιδαλέος
ἐποίδησις
ἐποίζω
ἐποικέω
ἐποικίδιος
ἐποικίζω
ἐποίκιον
ἐποίκισις
ἐποικισμός
ἐποικοδομέω
ἐποικοδομή
ἐποικοδόμησις
ἐποικονομέομαι
ἐποικονομητέον
ἐποικονομία
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
ἔποικτος
View word page
ἐποικοδομέω
to build up
ShortDef
to build up
Debugging
Headword:
ἐποικοδομέω
Headword (normalized):
ἐποικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
εποικοδομεω
IDX:
35357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35358
Key:
Data
{'content': 'to build up'}