Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπόζω
ἐποιδαίνω
ἐποιδαλέος
ἐποίδησις
ἐποίζω
ἐποικέω
ἐποικίδιος
ἐποικίζω
ἐποίκιον
ἐποίκισις
ἐποικισμός
ἐποικοδομέω
ἐποικοδομή
ἐποικοδόμησις
ἐποικονομέομαι
ἐποικονομητέον
ἐποικονομία
ἔποικος
ἐποικτείρω
ἐποικτίζω
ἐποίκτιστος
View word page
ἐποικισμός
settlement
ShortDef
settlement
Debugging
Headword:
ἐποικισμός
Headword (normalized):
ἐποικισμός
Headword (normalized/stripped):
εποικισμος
IDX:
35356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35357
Key:
Data
{'content': 'settlement'}