Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιωγαί
ἐπόγδοος
ἔπογκος
ἐπογκόω
ἐπογμεύω
ἐπόγμιος
ἐποδύρομαι
ἐπόζω
ἐποιδαίνω
ἐποιδαλέος
ἐποίδησις
ἐποίζω
ἐποικέω
ἐποικίδιος
ἐποικίζω
ἐποίκιον
ἐποίκισις
ἐποικισμός
ἐποικοδομέω
ἐποικοδομή
ἐποικοδόμησις
View word page
ἐποίδησις
swelling

ShortDef

swelling

Debugging

Headword:
ἐποίδησις
Headword (normalized):
ἐποίδησις
Headword (normalized/stripped):
εποιδησις
IDX:
35349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35350
Key:

Data

{'content': 'swelling'}