Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιψύχω
ἐπιωγαί
ἐπόγδοος
ἔπογκος
ἐπογκόω
ἐπογμεύω
ἐπόγμιος
ἐποδύρομαι
ἐπόζω
ἐποιδαίνω
ἐποιδαλέος
ἐποίδησις
ἐποίζω
ἐποικέω
ἐποικίδιος
ἐποικίζω
ἐποίκιον
ἐποίκισις
ἐποικισμός
ἐποικοδομέω
ἐποικοδομή
View word page
ἐποιδαλέος
swollen
ShortDef
swollen
Debugging
Headword:
ἐποιδαλέος
Headword (normalized):
ἐποιδαλέος
Headword (normalized/stripped):
εποιδαλεος
IDX:
35348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35349
Key:
Data
{'content': 'swollen'}