Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιψήφισις
ἐπιψηφισμός
ἐπιψηφιστής
ἐπιψιθυρίζω
ἐπίψογος
ἐπιψοφέω
ἐπίψυξις
ἐπιψύχω
ἐπιωγαί
ἐπόγδοος
ἔπογκος
ἐπογκόω
ἐπογμεύω
ἐπόγμιος
ἐποδύρομαι
ἐπόζω
ἐποιδαίνω
ἐποιδαλέος
ἐποίδησις
ἐποίζω
ἐποικέω
View word page
ἔπογκος
pregnant

ShortDef

pregnant

Debugging

Headword:
ἔπογκος
Headword (normalized):
ἔπογκος
Headword (normalized/stripped):
επογκος
IDX:
35341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35342
Key:

Data

{'content': 'pregnant'}