Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλεξητήριος
ἀλεξητής
ἀλεξητικός
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
Ἀλεξίας
ἀλεξιβέλεμνος
Ἀλεξιβιάδας
ἀλεξίγαμος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίλογος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλέξιον
ἀλεξιφάρμακον
ἀλεξιφάρμακος
ἀλεξίχορος
ἀλέξω
ἀλέομαι
Ἄλεος
ἁλεότης
View word page
ἀλεξίλογος
promoting
ShortDef
promoting
Debugging
Headword:
ἀλεξίλογος
Headword (normalized):
ἀλεξίλογος
Headword (normalized/stripped):
αλεξιλογος
IDX:
3530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3531
Key:
Data
{'content': 'promoting'}