Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιχρόνιος
ἐπίχροος
ἐπίχρυσος
ἐπιχρυσόω
ἐπιχρῴζω
ἐπιχρωματίζω
ἐπιχρωματικός
ἐπιχρώννυμι
ἐπίχρωσις
ἐπίχυμα
ἐπίχυσις
ἐπιχυτέον
ἐπιχυτήριον
ἐπίχυτος
ἐπιχωνεύω
ἐπιχώννυμι
ἐπιχώομαι
ἐπιχωρέω
ἐπιχώρησις
ἐπιχωριάζω
ἐπιχώριος
View word page
ἐπίχυσις
pouring upon

ShortDef

pouring upon

Debugging

Headword:
ἐπίχυσις
Headword (normalized):
ἐπίχυσις
Headword (normalized/stripped):
επιχυσις
IDX:
35302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35303
Key:

Data

{'content': 'pouring upon'}