Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιχρίω
ἐπιχροά
ἐπιχρόϊσις
ἐπιχρονίζω
ἐπιχρόνιος
ἐπίχροος
ἐπίχρυσος
ἐπιχρυσόω
ἐπιχρῴζω
ἐπιχρωματίζω
ἐπιχρωματικός
ἐπιχρώννυμι
ἐπίχρωσις
ἐπίχυμα
ἐπίχυσις
ἐπιχυτέον
ἐπιχυτήριον
ἐπίχυτος
ἐπιχωνεύω
ἐπιχώννυμι
ἐπιχώομαι
View word page
ἐπιχρωματικός
partly chromatic

ShortDef

partly chromatic

Debugging

Headword:
ἐπιχρωματικός
Headword (normalized):
ἐπιχρωματικός
Headword (normalized/stripped):
επιχρωματικος
IDX:
35298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35299
Key:

Data

{'content': 'partly chromatic'}