Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιχρίμπτω
ἐπίχρισις
ἐπίχρισμα
ἐπιχριστέον
ἐπίχριστος
ἐπιχρίω
ἐπιχροά
ἐπιχρόϊσις
ἐπιχρονίζω
ἐπιχρόνιος
ἐπίχροος
ἐπίχρυσος
ἐπιχρυσόω
ἐπιχρῴζω
ἐπιχρωματίζω
ἐπιχρωματικός
ἐπιχρώννυμι
ἐπίχρωσις
ἐπίχυμα
ἐπίχυσις
ἐπιχυτέον
View word page
ἐπίχροος
coloured
ShortDef
coloured
Debugging
Headword:
ἐπίχροος
Headword (normalized):
ἐπίχροος
Headword (normalized/stripped):
επιχροος
IDX:
35293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35294
Key:
Data
{'content': 'coloured'}