Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιχρησιμεύω
ἐπιχρησμῳδέω
ἐπιχρίμπτω
ἐπίχρισις
ἐπίχρισμα
ἐπιχριστέον
ἐπίχριστος
ἐπιχρίω
ἐπιχροά
ἐπιχρόϊσις
ἐπιχρονίζω
ἐπιχρόνιος
ἐπίχροος
ἐπίχρυσος
ἐπιχρυσόω
ἐπιχρῴζω
ἐπιχρωματίζω
ἐπιχρωματικός
ἐπιχρώννυμι
ἐπίχρωσις
ἐπίχυμα
View word page
ἐπιχρονίζω
last long

ShortDef

last long

Debugging

Headword:
ἐπιχρονίζω
Headword (normalized):
ἐπιχρονίζω
Headword (normalized/stripped):
επιχρονιζω
IDX:
35291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35292
Key:

Data

{'content': 'last long'}