Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλεξανέμας
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλεξήνωρ
ἀλέξησις
ἀλεξητήρ
ἀλεξητήριος
ἀλεξητής
ἀλεξητικός
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
Ἀλεξίας
ἀλεξιβέλεμνος
Ἀλεξιβιάδας
ἀλεξίγαμος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίλογος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
ἀλέξιον
ἀλεξιφάρμακον
View word page
ἀλεξιάρη
she that keeps off a curse

ShortDef

she that keeps off a curse

Debugging

Headword:
ἀλεξιάρη
Headword (normalized):
ἀλεξιάρη
Headword (normalized/stripped):
αλεξιαρη
IDX:
3524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3525
Key:

Data

{'content': 'she that keeps off a curse'}