Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιχειμάζω
ἐπιχειμέριος
ἐπιχειρέω
ἐπιχείρημα
ἐπιχειρηματικός
ἐπιχείρησις
ἐπιχειρητέον
ἐπιχειρητέος
ἐπιχειρητής
ἐπιχειρητικός
ἐπιχειρίζω
ἐπιχειρογραφέω
ἐπίχειρον
ἐπιχειρονομέω
ἐπιχειροτονέω
ἐπιχειροτονία
ἐπιχερρονησιάζω
ἐπιχέω
ἐπιχηρεύω
ἐπιχθόνιος
ἐπιχλευάζω
View word page
ἐπιχειρίζω
set upon, attack

ShortDef

set upon, attack

Debugging

Headword:
ἐπιχειρίζω
Headword (normalized):
ἐπιχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
επιχειριζω
IDX:
35245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35246
Key:

Data

{'content': 'set upon, attack'}