Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξανέμας
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλεξήνωρ
ἀλέξησις
ἀλεξητήρ
ἀλεξητήριος
ἀλεξητής
ἀλεξητικός
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
Ἀλεξίας
ἀλεξιβέλεμνος
Ἀλεξιβιάδας
ἀλεξίγαμος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίλογος
ἀλεξίμβροτος
ἀλεξίμορος
View word page
ἀλεξητικός
preventive

ShortDef

preventive

Debugging

Headword:
ἀλεξητικός
Headword (normalized):
ἀλεξητικός
Headword (normalized/stripped):
αλεξητικος
IDX:
3522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3523
Key:

Data

{'content': 'preventive'}