Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιχαλεπαίνω
ἐπιχαλκεύω
ἐπίχαλκος
ἐπιχάραγμα
ἐπιχαράσσω
ἐπιχάρεια
Ἐπιχάρης
ἐπιχαρής
ἐπιχαριεντίζομαι
ἐπιχαριεντισμός
ἐπιχαρίζομαι
ἐπίχαρις
ἐπίχαρμα
Ἐπίχαρμος
ἐπιχάροψ
ἐπιχάρτης
ἐπιχαρτικός
ἐπίχαρτος
ἐπιχαρωπός
ἐπιχασμάομαι
ἐπιχαυνόω
View word page
ἐπιχαρίζομαι
to make a present of

ShortDef

to make a present of

Debugging

Headword:
ἐπιχαρίζομαι
Headword (normalized):
ἐπιχαρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
επιχαριζομαι
IDX:
35222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35223
Key:

Data

{'content': 'to make a present of'}