Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιφώσκω
ἐπιφωτίζω
ἐπιφωτισμός
ἐπιχαιράγαθος
ἐπιχαιρεκακέω
ἐπιχαιρεκακία
ἐπιχαιρέκακος
ἐπιχαίρω
ἐπιχαλαζάω
ἐπιχαλαρός
ἐπιχαλάω
ἐπιχαλεπαίνω
ἐπιχαλκεύω
ἐπίχαλκος
ἐπιχάραγμα
ἐπιχαράσσω
ἐπιχάρεια
Ἐπιχάρης
ἐπιχαρής
ἐπιχαριεντίζομαι
ἐπιχαριεντισμός
View word page
ἐπιχαλάω
to loosen, slacken

ShortDef

to loosen, slacken

Debugging

Headword:
ἐπιχαλάω
Headword (normalized):
ἐπιχαλάω
Headword (normalized/stripped):
επιχαλαω
IDX:
35211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35212
Key:

Data

{'content': 'to loosen, slacken'}