Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀλεξανδροκόλαξ
Ἀλέξανδρος
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξανέμας
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλεξήνωρ
ἀλέξησις
ἀλεξητήρ
ἀλεξητήριος
ἀλεξητής
ἀλεξητικός
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
Ἀλεξίας
ἀλεξιβέλεμνος
Ἀλεξιβιάδας
ἀλεξίγαμος
ἀλεξίκακος
ἀλεξίλογος
View word page
ἀλεξητήριος
able to keep off

ShortDef

able to keep off

Debugging

Headword:
ἀλεξητήριος
Headword (normalized):
ἀλεξητήριος
Headword (normalized/stripped):
αλεξητηριος
IDX:
3520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3521
Key:

Data

{'content': 'able to keep off'}