Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιφυλλίζω
ἐπιφυλλίς
ἐπιφυλλόκαρπος
ἐπίφυσις
ἐπιφυτεύω
ἐπιφύω
ἐπιφωνέω
ἐπιφώνημα
ἐπιφωνηματικός
ἐπιφώνησις
ἐπιφωνητικός
ἐπιφώσκω
ἐπιφωτίζω
ἐπιφωτισμός
ἐπιχαιράγαθος
ἐπιχαιρεκακέω
ἐπιχαιρεκακία
ἐπιχαιρέκακος
ἐπιχαίρω
ἐπιχαλαζάω
ἐπιχαλαρός
View word page
ἐπιφωνητικός
an added word

ShortDef

an added word

Debugging

Headword:
ἐπιφωνητικός
Headword (normalized):
ἐπιφωνητικός
Headword (normalized/stripped):
επιφωνητικος
IDX:
35200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35201
Key:

Data

{'content': 'an added word'}