Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀλεξανδρίζω
Ἀλεξανδρινός
Ἀλεξανδριστής
Ἀλεξανδροκόλαξ
Ἀλέξανδρος
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξανέμας
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλεξήνωρ
ἀλέξησις
ἀλεξητήρ
ἀλεξητήριος
ἀλεξητής
ἀλεξητικός
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
Ἀλεξίας
ἀλεξιβέλεμνος
Ἀλεξιβιάδας
View word page
ἀλεξήνωρ
aiding man
ShortDef
aiding man
Debugging
Headword:
ἀλεξήνωρ
Headword (normalized):
ἀλεξήνωρ
Headword (normalized/stripped):
αλεξηνωρ
IDX:
3517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3518
Key:
Data
{'content': 'aiding man'}