Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπίφοιτος
ἐπιφονεύω
ἐπιφορά
ἐπιφορέω
ἐπιφόρημα
ἐπιφορικός
ἐπίφορος
ἐπιφορτίζω
ἐπιφορτισμός
ἐπίφραγμα
ἐπιφραδέως
ἐπιφράζομαι
ἐπιφράζω
ἐπίφραξις
ἐπίφρασις
ἐπιφράσσω
ἐπιφραστικῶς
ἐπίφρικτος
ἐπιφρίσσω
ἐπιφρονέουσα
ἐπιφρονέω
View word page
ἐπιφραδέως
circumspectly, wisely

ShortDef

circumspectly, wisely

Debugging

Headword:
ἐπιφραδέως
Headword (normalized):
ἐπιφραδέως
Headword (normalized/stripped):
επιφραδεως
IDX:
35173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35174
Key:

Data

{'content': 'circumspectly, wisely'}