Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιφοιτάω
ἐπιφοίτησις
ἐπίφοιτος
ἐπιφονεύω
ἐπιφορά
ἐπιφορέω
ἐπιφόρημα
ἐπιφορικός
ἐπίφορος
ἐπιφορτίζω
ἐπιφορτισμός
ἐπίφραγμα
ἐπιφραδέως
ἐπιφράζομαι
ἐπιφράζω
ἐπίφραξις
ἐπίφρασις
ἐπιφράσσω
ἐπιφραστικῶς
ἐπίφρικτος
ἐπιφρίσσω
View word page
ἐπιφορτισμός
lading

ShortDef

lading

Debugging

Headword:
ἐπιφορτισμός
Headword (normalized):
ἐπιφορτισμός
Headword (normalized/stripped):
επιφορτισμος
IDX:
35171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35172
Key:

Data

{'content': 'lading'}