Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀλεξάνδρεια
Ἀλεξανδρίζω
Ἀλεξανδρινός
Ἀλεξανδριστής
Ἀλεξανδροκόλαξ
Ἀλέξανδρος
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξανέμας
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλεξήνωρ
ἀλέξησις
ἀλεξητήρ
ἀλεξητήριος
ἀλεξητής
ἀλεξητικός
ἀλεξήτωρ
ἀλεξιάρη
Ἀλεξίας
ἀλεξιβέλεμνος
View word page
ἀλέξημα
a defence, remedy

ShortDef

a defence, remedy

Debugging

Headword:
ἀλέξημα
Headword (normalized):
ἀλέξημα
Headword (normalized/stripped):
αλεξημα
IDX:
3516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3517
Key:

Data

{'content': 'a defence, remedy'}