Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιφλυγμός
ἐπιφλυκταινόομαι
ἐπιφλύω
ἐπίφοβος
ἐπιφοινικίζω
ἐπιφοινίσσω
ἐπιφοιτάω
ἐπιφοίτησις
ἐπίφοιτος
ἐπιφονεύω
ἐπιφορά
ἐπιφορέω
ἐπιφόρημα
ἐπιφορικός
ἐπίφορος
ἐπιφορτίζω
ἐπιφορτισμός
ἐπίφραγμα
ἐπιφραδέως
ἐπιφράζομαι
ἐπιφράζω
View word page
ἐπιφορά
a bringing to

ShortDef

a bringing to

Debugging

Headword:
ἐπιφορά
Headword (normalized):
ἐπιφορά
Headword (normalized/stripped):
επιφορα
IDX:
35165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35166
Key:

Data

{'content': 'a bringing to'}