Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιφλογώδης
ἐπιφλυγμός
ἐπιφλυκταινόομαι
ἐπιφλύω
ἐπίφοβος
ἐπιφοινικίζω
ἐπιφοινίσσω
ἐπιφοιτάω
ἐπιφοίτησις
ἐπίφοιτος
ἐπιφονεύω
ἐπιφορά
ἐπιφορέω
ἐπιφόρημα
ἐπιφορικός
ἐπίφορος
ἐπιφορτίζω
ἐπιφορτισμός
ἐπίφραγμα
ἐπιφραδέως
ἐπιφράζομαι
View word page
ἐπιφονεύω
slay
ShortDef
slay
Debugging
Headword:
ἐπιφονεύω
Headword (normalized):
ἐπιφονεύω
Headword (normalized/stripped):
επιφονευω
IDX:
35164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35165
Key:
Data
{'content': 'slay'}