Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιφθέγγομαι
ἐπίφθεγμα
ἐπιφθεγματικός
ἐπίφθεγξις
ἐπιφθίνω
ἐπιφθονέω
ἐπίφθονος
ἐπίφθορος
ἐπιφθύζω
ἐπιφιλοπονέομαι
ἐπιφιλοτιμέομαι
ἐπιφιλοτιμία
ἐπίφλεβος
ἐπιφλεβοτομέω
ἐπιφλεγής
ἐπίφλεγμα
ἐπιφλεγμαίνω
ἐπιφλέγω
ἐπίφλεξις
ἐπιφλεύω
ἐπιφλόγισμα
View word page
ἐπιφιλοτιμέομαι
bestow

ShortDef

bestow

Debugging

Headword:
ἐπιφιλοτιμέομαι
Headword (normalized):
ἐπιφιλοτιμέομαι
Headword (normalized/stripped):
επιφιλοτιμεομαι
IDX:
35143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35144
Key:

Data

{'content': 'bestow'}