Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλέκτωρ
Ἀλέκτωρ
ἀλέκτωρ2
ἀλέκω
ἁλέλαιον
ἀλεξαίθριος
Ἀλεξάνδρεια
Ἀλεξανδρίζω
Ἀλεξανδρινός
Ἀλεξανδριστής
Ἀλεξανδροκόλαξ
Ἀλέξανδρος
ἀλέξανδρος
Ἀλεξανδρώδης
ἀλεξανέμας
ἀλεξάνεμος
ἀλέξημα
ἀλεξήνωρ
ἀλέξησις
ἀλεξητήρ
ἀλεξητήριος
View word page
Ἀλεξανδροκόλαξ
flatterer of Alexander

ShortDef

flatterer of Alexander

Debugging

Headword:
Ἀλεξανδροκόλαξ
Headword (normalized):
ἀλεξανδροκόλαξ
Headword (normalized/stripped):
αλεξανδροκολαξ
IDX:
3510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3511
Key:

Data

{'content': 'flatterer of Alexander'}