Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπιτριπτικός
ἐπίτριπτος
ἐπίτριτος
ἐπιτριτόω
ἐπίτριψις
ἐπιτρομέω
ἐπίτρομος
ἐπιτροπάδην
ἐπιτροπαῖος
ἐπιτροπεία
ἐπιτροπεύσιμος
ἐπιτρόπευσις
ἐπιτροπευτικός
ἐπιτροπεύω
ἐπιτροπή
ἐπιτροπία
ἐπιτροπιάζω
ἐπιτροπικός
ἐπίτροπος
ἐπιτροφή
ἐπιτροχάδην
View word page
ἐπιτροπεύσιμος
subject to wardship

ShortDef

subject to wardship

Debugging

Headword:
ἐπιτροπεύσιμος
Headword (normalized):
ἐπιτροπεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
επιτροπευσιμος
IDX:
35071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35072
Key:

Data

{'content': 'subject to wardship'}