Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπιτριμερής
ἐπιτριμμός
ἐπιτριπτικός
ἐπίτριπτος
ἐπίτριτος
ἐπιτριτόω
ἐπίτριψις
ἐπιτρομέω
ἐπίτρομος
ἐπιτροπάδην
ἐπιτροπαῖος
ἐπιτροπεία
ἐπιτροπεύσιμος
ἐπιτρόπευσις
ἐπιτροπευτικός
ἐπιτροπεύω
ἐπιτροπή
ἐπιτροπία
ἐπιτροπιάζω
ἐπιτροπικός
ἐπίτροπος
View word page
ἐπιτροπαῖος
delegated
ShortDef
delegated
Debugging
Headword:
ἐπιτροπαῖος
Headword (normalized):
ἐπιτροπαῖος
Headword (normalized/stripped):
επιτροπαιος
IDX:
35069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35070
Key:
Data
{'content': 'delegated'}